- ειδησεολογικός
- η , ό[ν] относящийся к репортажу; хроникальный, информационный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειδησεολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ειδησεολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδησεολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)